- κουρνιαχτός
- κουρνιαχτός, ο και κορνιαχτός, οσκόνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρνιαχτός — και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) σκόνη, κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > *κορνιοτός, με μετάθεση τού ρ από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ.… … Dictionary of Greek
κουρνιαχτίζομαι — [κουρνιαχτός] (μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ.) κουρνιαχτισμένος, η, ο γεμάτος σκόνη, σκονισμένος … Dictionary of Greek
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
κορνιαχτός — και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) βλ. κουρνιαχτός … Dictionary of Greek
πούλβερη — και πύλβερη και μπούλμπερη και πούρμπερη η, Ν 1. η σκόνη 2. μτφ. η πυρίτιδα, το μπαρούτι 3. φρ. «έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός» λέγεται για κάποιον ή κάτι που εξαφανίστηκε, που χάθηκε ή που καταστράφηκε ακαριαία και ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κατακάθομαι — και κατακάθουμαι και κατακαθίζω ισα και κατάκατσα, ισμένος.1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί: Να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα (δημ. τραγ.). 2. κατασταλάζω: Δεν έχει ακόμα κατακαθίσει ο μούστος. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορνιαχτός — κορνιαχτός, ο και κουρνιαχτός, ο σκόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουχός — μπουχός, ο και μουχός, ο (λ. σλαβ.), πυκνό σύννεφο σκόνης, ο κουρνιαχτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούλβερη — η (λ., λατ.), σκόνη: Έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)